- ἄνελπις
- ἄνελπις, ιδος, ὁ, ἡ,A without hope,
σωτηρίας E.IT487
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωτηρίας E.IT487
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνελπις — without hope fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλπιδα — ἄνελπις without hope fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλπιδος — ἄνελπις without hope fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνελπι — ἄνελπις without hope fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)